- αμυντικότητα
- η [αμυντικός]ικανότητα, δύναμη για άμυνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυντικότητα — η η ικανότητα για άμυνα: Η αμυντικότητα της χώρας είναι τώρα αυξημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek
αμυντικός — ή, ό (Α ἀμυντικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα 2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα αρχ. 1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός) 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική τέχνη,… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek